κλῄδων

κλῄδων
κλείς
clavis
fem gen pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • κληδών — omen fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεηδόνα — κληδών omen fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεηδόνι — κληδών omen fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεηδών — κληδών omen fem nom/voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόν — κληδών omen fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνα — κληδών omen fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνας — κληδών omen fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνες — κληδών omen fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνι — κληδών omen fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”